- διακατελέγχομαι
- (решительно) опровергать.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διακατελεγχόμενος — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατελέγχειν — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατηλέγχετο — διακατελέγχομαι confute thoroughly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)